- ἁπαλυνεῖ
- ἁπαλύνωsoftenfut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic)ἁπαλύνωsoftenfut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἁπαλύνει — ἁπαλύ̱νει , ἁπαλύνω soften aor subj act 3rd sg (epic) ἁπαλύ̱νει , ἁπαλύνω soften pres ind mp 2nd sg ἁπαλύ̱νει , ἁπαλύνω soften pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιμορραγώ — (Α αἱμορραγῶ) [αἱμορραγής] έχω αιμορραγία, πάσχω από αιμορραγία νεοελλ. 1. υποφέρω, είμαι τραυματισμένος ψυχικά 2. «πληγή που αιμορραγεί», ψυχικό τραύμα, πόνος που δεν μπορεί κανείς να απαλύνει … Dictionary of Greek
μεταξοσκώληκας — Κοινή ονομασία της προνύμφης του λεπιδόπτερου εντόμου Bombyx ή Sericaria mori, της οικογένειας των βομβυκιδών, η οποία παράγει το μετάξι. Ο μ. έχει επίμηκες σώμα και τρέφεται αποκλειστικά με φυτά μουριάς. Η προνύμφη αυτή υφίσταται τέσσερις… … Dictionary of Greek
πανοπλία — Το σύνολο των κομματιών καθένα με διαφορετικό σχήμα, ανάλογα με το μέρος του σώματος για το οποίο προοριζόταν που χρησιμοποιούσαν στο παρελθόν για να προστατεύουν τον άνθρωπο ή το άλογο από τα χτυπήματα των όπλων του εχθρού. Η π. ή «αρματωσιά»… … Dictionary of Greek
παρήγορος — η, ο / παρήγορος και δωρ. τ. παράγορος, ον, Α αυτός που απαλύνει τον ψυχικό πόνο και επιφέρει ηρεμία και αισιοδοξία στην ψυχή, παραμυθητικός αρχ. 1. αυτός που μειώνει ή εξουδετερώνει μια αρνητική κατάσταση («παρήγοροι δίψης καὶ λιμοῡ», Μάρκ.… … Dictionary of Greek
παραμυθητής — ὁ, ΝΑ [παραμυθούμαι / παραμυθώ] αυτός που με λόγια ή πράξεις προσπαθεί να απαλύνει τον ψυχικό πόνο κάποιου άλλου, παρηγορητής … Dictionary of Greek
παραμυθητικός — ή, ό / παραμυθητικός, ή, όν, ΝΑ [παραμυθητής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παραμυθία, στην παρηγοριά, που ανακουφίζει, απαλύνει τον πόνο κάποιου άλλου, ιδίως τον ψυχικό, ο παρηγορητικός 2. αυτός που αποβλέπει στην παραμυθία, στην… … Dictionary of Greek
παρηγορία — η, ΝΜΑ, και παρηγοριά και παρηγόρια Ν, ιων. τ. παρηγορίη Α η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παρηγορώ, ο μετριασμός τού ψυχικού πόνου και η ανακούφιση τού πάσχοντος με κατάλληλα λόγια, η παραμυθία νεοελ. 1. συνεκδ. καθετί που απαλύνει τον ψυχικό… … Dictionary of Greek
πολύγνωτος — Όνομα δύο αρχαίων Ελλήνων καλλιτεχνών. 1. Ζωγράφος από τη Θάσο (α΄ μισό του 5ου αι. π.Χ.), γιος του ζωγράφου Αγλαοφώντα, από τον οποίο διδάχτηκε την τέχνη του. Τίποτα δεν σώζεται από τα έργα του, τα οποία ωστόσο περιγράφει λεπτομερώς ο Παυσανίας … Dictionary of Greek
σουρντίνα — και σουρτίνα και σουρδίνα, η και σουρντίνο, το, Ν μουσ. εξάρτημα μουσικών οργάνων τού οποίου η λειτουργία έχει ως σκοπό να απαλύνει την ηχητική ένταση και να μεταβάλλει το ηχόχρωμά τους, αλλ. πνιγέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. sourdine < ιταλ.… … Dictionary of Greek